Η γιαγιά Θυμιούλα γεννήθηκε προς το τέλος του 1900.Η καταγωγή της ήταν από το χωριό Μήλα Μεσσηνίας και ζούσε στον Μελιγαλά με τους γονείς της, τον μεγάλο αδελφό της Κώστα και τις δύο αδελφές της. Είχε χάσει το ένα της μάτι σε μικρή ηλικία, γι αυτό και άργησε να παντρευτεί. Στον πόλεμο του Σαράντα σκοτώθηκε ο αδελφός της στην Αλβανία και ο πατέρας της έπεσε θύμα στη Πηγάδα του Μελιγαλά. Η Θυμιούλα παντρεύτηκε στις αρχές το 1920 τον
εξηντάχρονο Ανδρέα, που επέστρεψε στη Βαλύρα ,μετά τον θάνατο της συζύγου του Καλλιόπης, στη Βοστόνη. Έκαναν πέντε παιδιά. Ο Ανδρέας πέθανε από γάγγραινα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στη Βαλύρα. Τα παιδιά της Θυμιούλας μετανάστευσαν στη Βοστόνη και οι αδελφές της στο Σικάγο. Τα παιδιά της , εκτός από την πρώτη της κόρη Μαρία, που έμεινε ανύπαντρη, αποκαταστάθηκαν καλά, απέκτησαν περιουσία και οικογένεια.
Η Θυμιούλα ζούσε με την ανύπαντρη κόρη της στη Βοστόνη και πέθανε σε ηλικία εκατό χρονών, ενθυμούμενη τη Βαλύρα και δοξάζοντας τον Θεό ,που ποτέ δεν εγκατέλειψε αυτή και τα παιδιά της. Είχε μία τσάντα με τη ταυτότητά της, το μαντηλάκι της, όπως στη Βαλύρα και ένα σακουλάκι γεμάτο μικρές εικόνες παλιές και νέες , ιδίως με τον Ιησού Χριστό και τη Παναγία.