Αυτό που ήταν απόλυτα προβλέψιμο από την αρχή της κυπριακής οικονομικής κρίσης εκτυλίσσεται κάτω από τα μάτια μας: οι δυνάμεις που είχαν προωθήσει το σχέδιο Ανάν το 2004 επανέρχονται σήμερα με μια παραλλαγή του. Με μια Κύπρο γονατισμένη και απομονωμένη , με έναν πρόεδρο που ήδη προ δεκαετίας είχε στηρίξει αναφανδόν το σχέδιο Ανάν και με μια Ελλάδα σε κατάσταση διάλυσης, οι συνθήκες φαντάζουν ιδανικές για να υλοποιηθεί τώρα αυτό που είχαν καταφέρει να αποτρέψουν τότε οι Ελληνοκύπριοι: την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από ένα θεσμικό εξάμβλωμα, που δεν τηρεί καμμιά από τις προϋποθέσεις ενός κράτους δικαίου και που μοιραία οδηγεί σε μια μορφή προτεκτοράτου.
Μήπως είναι όλα αυτά υπερβολικά;Εκ πρώτης όψεως, η κοινή διακήρυξη που υπέγραψαν οι Αναστασιάδης και Ερογλου εμφανίζεται να βασίζεται στις τρεις ενότητες – ενιαία κυριαρχία, ιθαγένεια και διεθνής προσωπικότητα – που θεωρούνται βάση οποιασδήποτε βιώσιμης λύσης. Σε αυτά τα θέματα όμως ο διάβολος βρίσκεται συχνά στις «λεπτομέρειες». Οπως αναφέρει σε πρόσφατη απόφασή του το εξαιρετικά μετριοπαθές στο εθνικό ζήτημα ΑΚΕΛ η βασική διαφορά ανάμεσα σε αυτήν την κοινή διακύρηξη και τα ανακοινωθέντα Χριστόφια-Ταλάτ που είχαν προηγηθεί είναι ότι, ως προς την εσωτερική της διάσταση, η κυριαρχία έχει πάψει να ορίζεται ως «αδιαίρετη». Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι το νέο Ομόσπονδο κράτος που θα αντικαταστήσει την Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα είναι κράτος των πολιτών του, όπου η εξουσία θα προέρχεται από ένα κυρίαρχο σώμα ίσων πολιτών, αλλά μια χαλαρή συγκόλληση δύο ξεχωριστών οντοτήτων που ονομάζονται «συνιστώσες πολιτείες ισότιμου καθεστώτος», η κάθε μια με διακριτή ιθαγένεια και νομοθεσία. Θα υπάρχει μεν ένα ομοσπονδιακό σύνταγμα, που θα καθορίζει τις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά ένα εντελώς αδιευκρίνιστο «κατάλοιπο εξουσίας» θα ασκείται από τις «συνιστώσες πολιτείες».
Οπως τονίζει το ΑΚΕΛ «κατά τη διάρκεια των συνομιλιών Χριστόφια – Ταλάτ η θέση μας ήταν ότι δεν συζητούμε το κατάλοιπο εξουσίας προτού συμφωνηθούν οι ομοσπονδιακές αρμοδιότητες. Στη Διακήρυξη παραχωρείται το κατάλοιπο στις συνιστώσες πολιτείες χωρίς δέσμευση για επαρκείς αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης. Αν αυτό συνδυαστεί με τη θέση του Προέδρου για αποκεντρωμένη ομοσπονδία, με την οποία εμείς διαφωνούμε, το πρόβλημα καθίσταται μεγαλύτερο από ότι δείχνει εκ πρώτης όψεως». Η ίδια ανακοίνωση διευκρινίζει επιπλέον ότι η «αναφορά σε συνιστώσες πολιτείες περιλαμβανόταν μεν και στα κοινά ανακοινωθέντα Χριστόφια – Ταλάτ αλλά στην πορεία, όταν διαπιστώσαμε κακόπιστες ερμηνείες στην τουρκοκυπριακή πλευρά, διαφοροποιήθηκε στα έγγραφα συγκλίσεων/αποκλίσεων. Στα εν λόγω έγγραφα γίνεται λόγος για ομόσπονδες μονάδες».
Είναι εμφανές ότι η κοινή διακύρηξη Αναστασιάδη-Ερογλου τείνει να αναπαράγει την λογική του σχεδίου Ανάν, ενός ακραία δυσλειτουργικού μορφώματος όπου ο σκιώδης χαρακτήρας της ομόσπονδης εξουσίας αναπόφευκτα μεταθέτει την καρδιά της κρατικής κυριαρχίας σε μη-εκλεγμένα όργανα όπως τα ομοσπονδιακά δικαστήρια. Και πράγματι, εν όψει του χάους στο οποίο οδηγεί η παράλληλη ύπαρξη τριών διακριτών νομοθεσιών (η ομοσπονδιακή και αυτές των δύο «συνιστωσών πολιτειών», χωρίς η πρώτη να μπορεί να παρεμβαίνει στις δεύτερες), η κοινή διακύρηξη προβλέπει ότι «η όποια διαφορά προκύπτει από τα παραπάνω θα εκδικάζεται τελεσίδικα από το ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο», η συγκρότηση του οποίου παραμένει άγνωστη (το σχέδιο Ανάν προέβλεπε ως γνωστόν ότι οι τρεις στους εννιά δικαστές θα ήταν ξένοι, και οι υπόλοιποι 6 ισότιμα κατανεμημένοι ανάμεσα σε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους).
‘Οσοι μας καλούν να αποδεχθούμε τέτοιου τύπου ρυθμίσεις στο όνομα της συμφιλίωσης και της συνεργασίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες, και που απορρίπτουν ως δείγμα «εθνικισμού» την διεκδίκηση του θεμελιώδη κανόνα οποιουδήποτε κράτους δικαίου που απαγορεύει την μετατροπή της πλειοψηφίας σε μειοψηφία ή σε απλή «ισότιμη συνιστώσα», θα έπρεπε να στοχαστούν πάνω στο παράδειγμα της Βοσνίας και άλλων παρόμοιων οντοτήτων με μειωμένη κρατική υπόσταση. Πέρα από τη διαιώνιση μορφών ξένης κηδεμονίας, η συνύπαρξη στεγανοποιημένων κοινοτήτων στα πλαίσια χαλαρών δυσλειτουργικών δομών συντηρεί τους ανταγωνισμούς και την εχθρότητα ανάμεσά τους, πολύ απλά διότι δεν βασίζεται σε ένα δίκαιο διακανονισμό.
Και το κυριότερο: η κοινή διακύρηξη προβλέπει την επανέναρξη διαπραγματεύσεων χωρίς καμμιά πρόβλεψη για τις βασικές παραμέτρους του κυπριακού προβλήματος: το εδαφικό, την παρουσία ξένων στρατευμάτων, το καθεστώς εγγύησης, το περιουσιακό. Συντηρείται έτσι η ιδέα ότι το Κυπριακό είναι ένα πρόβλημα μεταξύ δύο κοινοτήτων και όχι ένα πρόβλημα κατοχής, η ιδέα δηλαδή που έχει οδηγήσει με την πάροδο των δεκαετιών στην σχεδόν πλήρη εξαφάνισή του από το διεθνές προσκήνιο και από τον γνωστικό χάρτη όσων ανά τον κόσμο ενδιαφέρονται για το δίκαιο των λαών.
[1] Η χάριν κοιτασμάτων πρόσδεση στο Ισραήλ την αποκόβει από τον γειτονικό αραβικό κόσμο χωρίς να προσφέρει ουσιαστικό στήριγμα στην κυπριακή υπόθεση.
[2] Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΑΚΕΛ, «Υψιστη προτεραιότητα η λύση του Κυπριακού», http://www.akel.org.cy/nqcontent.cfm?a_id=9529&tt=graphic&lang=l1#.Uvp_hLTMvcw
*Δημοσιεύθηκε στην “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ” (13/2)
*Ο Στάθης Κουβελάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και Πανεπιστημιακός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Την ευθύνη για τα σχόλια φέρει αποκλειστικά ο σχολιαστής.Αναρτήσεις γίνονται μόνο επώνυμα με λογαριασμό Google.